Πειρασμέ μου... .
Έλα Άσε με να σου ψιθυρίσω στο αυτί αυτά που θέλεις ν’ ακούσεις, είπε η αράχνη στην πυγολαμπίδα. Έλα να ξεκουραστείς στον ιστό μου, θα σε ταΐσω μέλι, θα σε ποτίσω γάλα, θα σου πω τα λόγια που λαχταρά ν’ ακούσει η καρδιά σου και όλα εκείνα τα λόγια που φοβάσαι κι ερωτεύεσαι από μακριά.
Η πυγολαμπίδα πέταξε για λίγο πάνω από τον διάφανο ιστό και μετά επέστρεψε κοντά στο φως της λάμπας. Η αράχνη δεν σταμάτησε να την κοιτάζει.
Οι αράχνες δεν μιλάνε στις πυγολαμπίδες, της φώναξε από μακριά. Τι σ’ έπιασε; Μήπως κάνεις κακές σκέψεις;. Να σε λατρέψω καραδοκώ, σε ονειρεύομαι τις νύχτες, βλέπω τη λάμψη σου να φωτίζει τα σκοτάδια της πόλης και κλαίω από επιθυμία και θυμό που δεν σε αγγίζω. Καμιά δεν λάμπει σαν εσένα, λατρεία μου, της απάντησε η αράχνη με βραχνή φωνή
Η πυγολαμπίδα την πλησίασε. Ήξερε πως με την αράχνη δεν υπήρχε σωτηρία, όμως κάτι μέσα στη νύχτα την έκανε να ζαλίζεται και να γίνεται αυτοκαταστροφική. Κάτι που έμοιαζε με παραίσθηση ή απλώς με έρωτα. Πέταξε πάνω από την αράχνη και ακούμπησε απαλά στον ιστό. Ένιωσε τα πόδια της να κολλάνε. Όπως κολλάει μια μύγα πάνω στο μέλι ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι που το βάζο ξεχάστηκε ανοιχτό. Η αράχνη κοντοζύγωσε και στάθηκε μπροστά της.
Την κοίταξε με το πιο σκοτεινό βλέμμα του κόσμου και άπλωσε το πόδι της. Άγγιξε την φωτεινή ουρά και έκανε την πυγολαμπίδα να αναρριγήσει.
Αφέσου στο άγγιγμά μου, όμορφή μου, της είπε χαϊδεύοντάς την
Είμαι ζώο μοχθηρό και δεν το κρύβω, εσένα όμως σε έχω ερωτευτεί. Δεν σε φώναξα εδώ για να σε σκοτώσω αν και αυτό θα συμβεί τελικά σε φώναξα για να νιώσω έστω και μια μια στιγμή την απαλότητα των φτερών σου, τη θερμοκρασία του κορμιού σου, να δω τον πόθο και την αγωνία μέσα στα μάτια σου.
Η πυγολαμπίδα δεν απάντησε, ξάπλωσε πάνω στον ιστό και αφέθηκε στο χάδι της αράχνης. Και οι δύο ήξεραν τι επρόκειτο να συμβεί και το ήθελαν εξίσου.
Ένιωσε το χτύπο της καρδιάς της πυγολαμπίδας, το φόβο, την παράδοσή της. Η πυγολαμπίδα έκλεισε τα μάτια και ένιωσε την απαλότητα της αράχνης πάνω στο πρόσωπό της. Αυτή η αίσθηση της έκοβε την αναπνοή.
Τόσες νύχτες γλιστρούσες στον ύπνο μου σαν λαμπερός εφιάλτης, ψιθύρισε η αράχνη. Με έκανες να σε θέλω όσο τίποτα στη γη. Πέθαινα να ζήσω αυτή τη στιγμή μαζί σου. Την φαντάστηκα ξανά και ξανά, χιλιάδες φορές, και κάθε φορά ήταν διαφορετική από την άλλη. Ήσουν το όνειρό μου, ο πόθος μου, η αιτία της ύπαρξής μου..
Η πυγολαμπίδα έκανε να μετακινηθεί, το σώμα της όμως ήταν πια εντελώς κολλημένο πάνω στον ιστό. Παραιτήθηκε από την προσπάθεια και μύρισε το χνούδι της αράχνης. Εισέπνευσε την υπόξινη μυρωδιά και άρχισε να παραλύει. Ένιωσε το τελικό τσίμπημα λίγο πιο κάτω από τη θέση της καρδιάς και λίγο πριν την έσχατη στιγμή, του θανάτου; άνοιξε τα μάτια, κοίταξε την αράχνη και της είπε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου